δελίνι

δελίνι
και ντελίνι, το
1. κατάφρακτο πολεμικό ιστιοφόρο, δίκροτο ή τρίκροτο
2. (για πρόσ.) ο ψηλός, ο μεγαλόσωμος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. de ligne, που προήλθε από τη φρ. batiment de ligne «πλοίο της γραμμής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ντελίνι — το βλ. δελίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δελίνι] …   Dictionary of Greek

  • βατσέλο ή βασέλο — (ιταλ. bascello). Κοινή ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί κατά τον 18o και 19o αι. για τα κατάφρακτα πλοία, δηλαδή τα δίκροτα και τα τρίκροτα. β. δελίνι (ιταλ. bascello de linea). Έτσι ονομαζόταν το μεγάλο πολεμικό πλοίο της γραμμής. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”